κατασκοπίς

κατασκοπίς
κατασκοπ-ίς (sc. ναῦς), ίδος, , = foreg., Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατασκοπίς — κατασκοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κατασκόπιον …   Dictionary of Greek

  • κατασκόπιον — κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) [κατάσκοπος] κατασκοπευτικό πλοίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”